- ανεχόρταγος
- -η, -οαχόρταγος, ακόρεστος, άπληστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεχόρταστος — ανεχόρταστος, η, ο και ανεχόρταγος, η, ο αχόρταγος, άπληστος: Να μην του χεις καμιάν εμπιστοσύνη· είναι άνθρωπος ανεχόρταστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχόρταστος — αχόρταστος, η, ο και αχόρταγος, η, ο και ανεχόρταγος, η, ο επίρρ. α 1. ακόρεστος, φαγάς: Αχόρταγος καθώς ήταν, έφαγε το περισσότερο απ τ αρνί. 2. πλεονέχτης, άπληστος: Ζητούσε, ο αχόρταστος, να του πάρει το χτήμα για ένα κομμάτι ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)